- μονοτροπία
- η (ΑΜ μονοτροπία) [μονότροπος]ανυπαρξία ποικιλίας, ομοιομορφίανεοελλ.φυσ.-χημ. φαινόμενο κατά το οποίο δεν υπάρχει καθορισμένο σημείο μετατροπής ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κρυσταλλικές μορφές τής ίδιας ουσίας, επειδή η μία από αυτές είναι σταθερότερη από όλες τις άλλες μορφές με τις οποίες απαντά αυτή η ουσίααρχ.1. ο χαρακτήρας, η ιδιότητα τού μονοτρόπου, τού μοναχικού, ο μοναχικός βίος.
Dictionary of Greek. 2013.