μονοτροπία

μονοτροπία
η (ΑΜ μονοτροπία) [μονότροπος]
ανυπαρξία ποικιλίας, ομοιομορφία
νεοελλ.
φυσ.-χημ. φαινόμενο κατά το οποίο δεν υπάρχει καθορισμένο σημείο μετατροπής ανάμεσα σε δύο διαφορετικές κρυσταλλικές μορφές τής ίδιας ουσίας, επειδή η μία από αυτές είναι σταθερότερη από όλες τις άλλες μορφές με τις οποίες απαντά αυτή η ουσία
αρχ.
1. ο χαρακτήρας, η ιδιότητα τού μονοτρόπου, τού μοναχικού, ο μοναχικός βίος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονοτροπία — μονοτροπίᾱ , μονοτροπία solitariness fem nom/voc/acc dual μονοτροπίᾱ , μονοτροπία solitariness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτροπίᾳ — μονοτροπίᾱͅ , μονοτροπία solitariness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοτροπίαν — μονοτροπίᾱν , μονοτροπία solitariness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”